- ὑποζυγίου
- ὑποζύγιονbeast for the yokeneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάγος — ὁ, ΜΑ μσν. υφασμάτινο κάλυμμα υποζυγίου, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα υποζυγίου, κασάς αρχ. 1. χρωματιστός μάλλινος μανδύας τών Γαλατών 2. μανδύας τών Ισπανών 3. στρατιωτικός μανδύας 4. πιθ. μάλλινο… … Dictionary of Greek
подъяремничий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. τοῦ ὑποζυγίου) относящийся к рабочей скотине.… … Словарь церковнославянского языка
αγώγιασμα — το [αγωγιάζω] μίσθωση υποζυγίου … Dictionary of Greek
αντιστυλώνω — 1. στηρίζω από το αντίθετο μέρος, αντιστηρίζω 2. υποβαστάζω με αντιστύλι το φορτίο υποζυγίου 3. ( ομαι) ανορθώνομαι για να αντισταθώ, παίρνω δυνάμεις, εμψυχώνομαι … Dictionary of Greek
γόμος — ο (AM γόμος) [γεμώ] μσν. νεοελλ. (στη μαγειρική) γέμιση, παραγέμισμα νεοελλ. 1. υλικό με το οποίο γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κ.λπ. 2. γόμωση πυροβόλου όπλου αρχ. 1. φορτίο πλοίου 2. φορτίο υποζυγίου … Dictionary of Greek
ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek
κίγγλα — κιγγλα και γιγγλα, ἡ (Μ) ζώνη, λουρί που συγκρατεί τη σέλα ή το σαμάρι στη ράχη τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cingula] … Dictionary of Greek
καμηλογόμαρον — και καμηλόγομον, τὸ (Μ) το φορτίο που μπορεί να μεταφέρει μια καμήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + γομάρι / γόμος «φορτίο υποζυγίου»] … Dictionary of Greek
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek